- εὐαπόῤῥυτος
- εὐ-απόῤ-ῥυτος, leicht abfließend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευαπόρρυτος — εὐαπόρρυτος, ον (Α) 1. αυτός που απορρέει, που εκχύνεται εύκολα 2. (για επίδεσμο) αυτός που μετακινείται, γλιστράει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο ρρέω] … Dictionary of Greek
εὐαπόρρυτον — εὐαπόρρυτος easily flowing away masc/fem acc sg εὐαπόρρυτος easily flowing away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπόρρυτα — εὐαπόρρυτος easily flowing away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)